- ἐπενεγκόντες
- ἐπιφέρωbringaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek
πάνσωμος — ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή υπάρχει σε όλο το σώμα («ἐπενεγκόντες πληγὰς πανσώμους», Νικ. Χων.). επίρρ... πανσώμως ΜΑ σε όλο το σώμα αρχ. με όλο το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σωμος (< σῶμα), πρβλ. μεγαλό σωμος] … Dictionary of Greek